decapitar - ορισμός. Τι είναι το decapitar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι decapitar - ορισμός


decapitar      
decapitar (del lat. "decapitare") tr. Cortar la cabeza a alguien. *Ejecutar.
decapitar      
verbo trans.
Cortar la cabeza.
decapitar      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για decapitar
1. A continuación, un grupo de niños soldado recibió la orden de decapitar a los muertos.
2. "El Gobierno estГ¡ bien preparado para manejar una crisis" , dijo Chen tras las maniobras, en referencia a un intento chino de "decapitar" el mando polГ­tico de la isla.
3. La naturaleza de Las Espadas del Islam, que ha lanzado la amenaza de decapitar a las presentadoras de televisión que no lleven velo, es más discutida.
4. Son años de abusos de drogas que le llevaron a aparecer en conciertos con máscara de hockey, incluso llego a decapitar a un pollo durante una actuación.
5. Los kaibiles "usan para decapitar el cuchillo kaibil, que es como una hoz, mientras que parece que los mareros lo hacen con cutter o hilo, como para cortar queso", añade este autor de dos libros de referencia sobre los carteles y los barones de la droga.
Τι είναι decapitar - ορισμός